Folk Tale

To aσχημο παπακι

Translated From

Den grimme ælling

AuthorH.C. Andersen
Book TitleEventyr
Publication Date1844
LanguageDanish

Other Translations / Adaptations

Text titleLanguageAuthorPublication Date
Den misforståtte fuglenNorwegian__
Het lelijke jonge eendjeDutchAnnelies van Hees_
Das hässliche junge EntleinGerman__
Il brutto anatroccoloItalian__
Ang Pangit na Munting BibeTagalog__
Гадкий утёнокRussian__
Çirkin Ördek YavrusuTurkish__
O patinho feioPortuguese__
El patito feoSpanish__
Sang Itik Yang Buruk RupaIndonesian__
Грозното патенцеBulgarian__
The ugly ducklingEnglishH. P. Paull1872
Brzydkie KaczątkoPolish__
Гидке каченяUkrainian__
Le vilain petit canardFrench__
Răţuşca cea urâtăRomanian__
Ang Malaw-ay nga Diutay nga BibiHiligaynon__
L'aneguet lleigCatalan__
Ruma ankanpoikanenFinnish__
Škaredé mláděCzech__
LanguageGreek
OriginDenmark

Ήταν καλοκαίρι στην εξοχή, ο καιρός ήταν θαυμάσιος, και τα χρυσά καλαμπόκια, η πράσινη βρώμη και οι θημωνιές στοιβαγμένες στα λιβάδια, έδιναν μιά θεσπέσια εικόνα. Πάνω στα μακρυά κόκκινα πόδια του, ένας πελαργός βάδιζε τριγύρω και φλυαρούσε στην γλώσσα της Αιγύπτου, που είχε διδαχθεί από την μητέρα του.

Σ’ένα φωτεινό και ηλιόλουστο σημείο, στεκόταν ένα αγροτόσπιτο και όχι πολύ μακρυά απ’αυτό,

κάτω από κάτι μεγάλα φύλλα, καθόταν μια πάπια, περιμένοντας τ’αυγά της να εκκολαφθούν. Ειχε αρχίσει να κουράζεται, γιατί οι νεαροί αργούσαν να σκάσουν από τ’αυγά τους και πολύ λίγοι επισ-κέπτες ερχόντουσαν να τη δούν. Επιτέλους ένα αυγό έσκασε, έπειτα κι άλλο και ένα ζωντανό πλάσμα έβγαινε από το καθένα, φωνάζοντας « Πι, πι, πι.» Τα μικρά παπάκια κοίταξαν τριγύρω τους και φώναξαν «Πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος;» «Νομίζετε ότι αυτός είναι ολόκληρος ο κόσμος;» τα ρώτησε η μητέρα τους, «Περιμένετε να δείτε πρώτα τον κήπο, γιατί ο κόσμος απλώνεται ακόμα πιο μακρυά κι από αυτά τα λιβάδια του εφημέριου.

«Και πώς τα πάς;» είπε μια γριά πάπια που ήλθε να την επισκεφθεί. «Υπάρχει ακόμα το μεγαλύ-τερο αυγό που δέν έχει ακόμα επωασθεί,» είπε η πάπια. « Άσε με να δώ τ’αυγό που δεν έχει ακόμα επωασθεί» είπε η γριά πάπια. «Λοιπόν καθώς σκέφτηκα, ότι αυτό είναι αυγό γαλοπούλας, άκου τη συμβουλή μου,άφησέ το και μάθε στ’άλλα σου παιδιά να κολυμπούν». «Σκέφτομαι να καθήσω επάνω του λίγο ακόμα» είπε η πάπια.

Στο τέλος το μεγαλύτερο αυγό έσκασε και από μέσα βγήκε ο νεαρός. Ήταν πολύ μεγάλος και πολύ άσχημος. « Θα μάθουμε άν είναι γαλοπούλα, όταν πέσουμε στο νερό.» είπε η μαμά πάπια. Την άλλη μέρα τα παπάκια οδηγήθηκαν στο νερό κι ένας ένας οι νεαροί πηδούσαν μέσα, μετά τη μαμά πάπια και κολυμπούσαν αρκετά εύκολα και το άσχημο παπάκι κολυμπούσε επίσης το ίδιο καλά.

«Δεν είναι γαλοπούλα» είπε η μητέρα του. «Είναι δικό μου παιδί κι αν το κοιτάξεις καλά, δεν είναι τόσο άσχημο.» Έπειτα οι νεαροί οδηγήθηκαν στην αυλή της φάρμας για να εκπαιδευθούν. «Βγάλτε τα δακτυλά σας και απλώστε τα πόδια σας» είπε η μητέρα τους. Τα παπάκια έκαναν ότι τους είπε, αλλά οι πάπιες της αυλής τα κοίταξαν επίμονα και μιά απ’αυτές πέταξε προς το ασχημόπαπο και τσίμπησε με το ράμφος της το λαιμό του. «Είναι τόσο μεγάλο και άσχημο,» είπε η μοχθηρή πάπια.

Έτσι καθώς κυλούσαν οι μέρες, το φτωχό άσχημο παπάκι, που βγήκε απ’το αυγό τελευταίο απ’όλα, ήταν πολύ δυστυχισμένο που ήταν τόσο άσχημο. Το έδιωχναν σχεδόν όλοι, ακόμη και η μητέρα του έλεγε ότι λυπόταν που είχε γεννηθεί. Έτσι τελικά πήδηξε πάνω από το φράχτη, τρομοκρατώντας τα μικρά πουλιά που ήταν μέσα. «Αυτά φοβήθηκαν επειδή είμαι τόσο άσχημος,» είπε και πέταξε μακρυά, μέχρις ότου έφτασε σ’ένα βάλτο, όπου ζούσαν αγριόπαπιες. Οι αγριόπαπιες το τριγύρισαν και κοιτώντας το με επιμονή είπαν. « Τι είδους πάπια είσαι σύ; Είσαι πολύ άσχημο, αλλά δεν έχει σημασία, αν δεν θελήσεις να παντρευτείς κάποια από εμάς. Το καημένο το παπάκι! Δεν σκεφτόταν τις παντρειές, αυτό το μόνο που ήθελε, ήταν να μείνει ανάμεσα στα καλάμια του βάλτου.

Αφού έμεινε εκεί δυό μέρες, ήρθαν δυό άγριες χήνες, που ήταν πολύ νέες και αναιδείς. «Μας αρέσεις,» είπαν, «που είσαι τόσο άσχημος, άν το θέλεις μπορείς να έλθεις μαζί μας σ’ένα άλλο βάλτο, όχι πολύ μακρυά από εδώ. Υπάρχουν εκεί μερικές όμορφες αγριόχηνες, που καμιά απ’αυτές δεν είναι παντρεμένη! Ίσως σου δοθεί η ευκαιρία να βρείς μιά σύζυγο, παρόλο που είσαι τόσο άσχημος.»

«Μπάμ, μπάμ,» ακούστηκε στον αέρα, και οι δυό χήνες έπεσαν νεκρές ανάμεσα στα βούρλα.

«Μπάμ, μπαμ,» ακούγονταν στον αέρα, αφού υπήρχαν κυνηγοί τριγύρω με όπλα και σκυλιά. Το καημένο το παπάκι φοβήθηκε πάρα πολύ, όταν ένας μεγάλος σκύλος έχωσε την μύτη του στα καλάμια, πολύ κοντά του, αλλά τσαλαβούτησε στο νερό χωρίς να τον αγγίξει. « Αχ! Πόσο ευγνώμων αισθάνομαι που είμαι τόσο άσχημος, ακόμα ούτε και ο σκύλος δεν με δάγκωσε,» είπε το παπάκι.

Τέλειωνε η ημέρα, όταν όλα ησύχασαν τριγύρω και το παπάκι βιάστηκε να βγεί από το βάλτο. Αλλά πολύ σύντομα ξέσπασε μιά καταιγίδα και κατάφερε να γλυτώσει με πολλή δυσκολία. Τελικά έφτασε σε μιά αγροικία. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, έτσι το παπάκι γλίστρησε μέσα και βρήκε καταφύγιο για τη νύχτα. Μιά γυναίκα, μιά γάτα και μιά κότα ζούσαν σ’αυτή την αγροικία και το πρωϊ ανακάλυψαν τον ξένο.

«Ω! Τι βραβείο,» είπε η γυναίκα, «ελπίζω ότι θα έχω αυγά πάπιας.» Επειδή η ορασή της δεν ήταν πολύ καλή, νόμιζε ότι το παπάκι ήταν μιά μεγάλη πάπια.

Έπειτα, η γάτα και η κότα πάντοτε έλεγαν «Εμείς και ο κόσμος,» επειδή είχαν την εντύπωση ότι ήταν ακριβώς το μισό κομμάτι του κόσμου και μάλιστα το καλύτερο μισό κομμάτι. «Μπορείς να γεννάς αυγά;» ρώτησε η κότα το παπάκι. «Μπορείς να γουργουρίζεις;» είπε η γάτα. «Αν όχι, τότε δεν μπορείς να έχεις γνώμη.» Έτσι το καημένο το παπάκι κάθησε στη γωνία πλήττοντας και επιθυμόντας να κολυμπήσει.

Αλλά όταν το είπε, του απάντησαν ότι πρέπει να ήταν τρελλός. «Τι παράδοξη ιδέα κι αυτή,» είπε η κότα.

«Ρώτα τη γάτα, αν θα της άρεσε να κολυμπήσει, ρώτα την κυρία μας. Νομίζεις, ότι θα της άρεσε να κολυμπάει ή να κάνει μακροβούτια; Σε συμβουλεύω να μάθεις να γουργουρίζεις ή να γεννάς αυγά, όσο συντομότερα, τόσο το καλύτερο.»

Αλλά το παπάκι αισθάνθηκε, ότι έπρεπε να βγεί πάλι έξω στον κόσμο, έτσι έφυγε από την αγροικία και σύντομα βρέθηκε στο νερό, αλλά όλα τα ζώα το απέφευγαν επειδή ήταν τόσο άσχημο. Έπειτα ήλθε το φθινόπωρο, ο χειμώνας πλησίαζε και ένα κοράκι κάθησε επάνω στο φράχτη και έκραζε.

Ένα βράδυ όμως, έφτασε ένα κοπάδι από πανέμορφα πουλιά. Ήταν κύκνοι. Το παπάκι δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο πριν. Έβγαζαν μια παράξενη κραυγή, καθώς αυτοί πετούσαν πάνω από τη θάλασσα πηγαίνοντας σε θερμότερες χώρες. Καθώς πετούσαν το παπάκι ένιωσε ένα παράξενο αίσθημα.

Στριφογύρισε γύρω-γύρω στο νερό και έβγαλε μια τόσο παράξενη κραυγή, πού ένιωσε εντελώς φοβισμένο.

Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει εκείνα τα πανέμορφα πουλιά και ένιωσε βαθειά επιθυμία να μπορούσε να είναι τόσο όμορφο, όπως αυτοί.

Ο καιρός όμως γινόταν όλο και πιο κρύος και στο τέλος αυτό έπεσε παγωμένο στο χιόνι.Ένας χωρικός που περνούσε από κοντά, είδε το φτωχό πλάσμα και το πήρε σπίτι του, όπου η ζεστασιά το συνέφερε. Αλλά το παπάκι τρόμαξε όταν τα παιδιά θέλησαν να παίξουν μαζί του και πάνω στο φόβο του έπεσε φτεροκοπώντας πρώτα στο δοχείο με το γάλα κι έπειτα στο σακκί με το αλεύρι. Η γυναίκα το χτύπησε με την τσιμπίδα, αλλά αυτό κατάφερε να ξεφύγει από την ανοιχτή πόρτα.

Οι δυστυχίες που υπέφερε το φτωχό παπάκι είναι πολύ θλιβερές για να εξιστορηθούν. Ένα πρωϊνό ξύπνησε και βρέθηκε σ’ένα βάλτο. Ο ήλιος έλαμπε και αυτό αισθάνθηκε ότι οι φτερούγες του ήταν πολύ δυνατές, καθώς πέταξε ψηλά στον αέρα. Τον μετέφεραν σ’ ένα μεγάλο κήπο. Τα πάντα τριγύρω ήταν όμορφα, γιατί ήταν ή αρχή της Άνοιξης. Τρείς όμορφοι κύκνοι πλησίασαν κολυμπώντας.

«Θα πετάξω ίσαμε αυτά τα βασιλικά πουλιά,» είπε «Ίσως αυτά με σκοτώσουν, επειδή είμαι τόσο άσχημο και τόλμησα να πάω κοντά τους, αλλά δεν θα είχε σημασία, θα ήταν προτιμότερο να σκοτωθώ απ’αυτά, παρά να με τσιμπούν οι πάπιες, να με σπρώχνουν οι κότες, να με διώχνει το κορίτσι που ταϊζει τα πουλερικά ή να πεθάνω το χειμώνα από το κρύο και την πείνα.»

Έτσι πέταξε στο νερό και κολύμπησε προς αυτά τα όμορφα πλάσματα. Αυτά μόλις είδαν τον ξένο,ήρθαν γρήγορα προς το μέρος του με απλωμένες φτερούγες.

Το καημένο το παπάκι έσκυψε το κεφάλι του περιμένοντας το θάνατο. Αλλά τι είδε ν’ αντα-νακλάται στά καθαρά νερά; Ήταν η ίδια του η εικόνα, όχι όμως πιά ενός σκουρόχρωμου, γκρί και άσχημου πουλιού, αλλά ενός ωραίου και χαριτωμένου κύκνου. Λίγη σημασία έχει γιά ένα πουλί το να γεννηθεί σε φωλιά πάπιας, άν προέρχεται από αυγό κύκνου. Αισθανόταν χαρούμενος για την θλίψη και τις ταραχές που πέρασε, γιατί αυτές τον έκαναν να απολαμβάνει ακόμα περισσότερο την ευχαρίστηση και την ευτυχία γύρω του. Οι όμορφοι κύκνοι κολύμπησαν γύρο απο τον νεοφερμένο και άγγιζαν το λαιμό του με τα ράμφη τους, καλωσορίζοντάς τον.

Σύντομα ήρθαν στον κήπο μερικά παιδιά, έριχναν ψωμί στο νερό και χειροκροτούσαν χαρούμενα, φωνάζοντας, «Ένας καινούργιος κύκνος ήρθε και είναι ο πιο ωραίος απ’όλους, είναι τόσο νέος και όμορφος.»

Έπειτα το ευτυχισμένο πουλί δεν ήξερε τι να κάνει, αισθανόταν τόσο πολύ χαρούμενο, αλλά δεν αισθανόταν καμιά περηφάνια. Είχε νιώσει τόση κακομεταχείρηση, επειδή ήταν πολύ άσχημο και τώρα άκουγε ότι ήταν το ομορφότερο από τα πουλιά. Έτσι θρόϊζε τα φτερά του, λύγιζε το λαιμό του και από το βάθος της καρδιάς του βροντοφώναξε: « Εγώ ποτέ δεν ονειρεύτηκα τόση ευτυχία σαν αυτή, όταν ήμουν ένα ασχημο παπάκι.»


Text view